- θαλασσοειδής
- θᾰλασσο-ειδής, ές,A like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35;
χρῶμα HeroAut.30.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρῶμα HeroAut.30.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλασσοειδῆ — θαλασσοειδής like the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θαλασσοειδής like the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαλασσοειδής like the sea masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοειδεῖ — θαλασσοειδής like the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θαλασσοειδής like the sea masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοειδεῖς — θαλασσοειδής like the sea masc/fem acc pl θαλασσοειδής like the sea masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοειδοῦς — θαλασσοειδής like the sea masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοειδέες — θαλασσοειδής like the sea masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαττοειδῆ — θαλασσοειδῆ , θαλασσοειδής like the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θαλασσοειδῆ , θαλασσοειδής like the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαλασσοειδῆ , θαλασσοειδής like the sea masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσώδης — θαλασσώδης, ῶδες (Α) [θάλασσα] ο θαλασσοειδής … Dictionary of Greek